Οι πρώτοι πρόσφυγες

Το 1923 ήρθαν και κατοίκησαν 60 περίπου οικογένειες από πρόσφυγες Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας οι οποίοι σε οικτρή και άξια για δάκρυα κατάσταση, σαν ναυαγοί από τον μεγάλο ξεριζωμό του 1922, άφησαν στον Πόντο και την Μικρά Ασία τα σπίτια, τις εκκλησίες, τα μνημεία (τους τάφους) των δοξασμένων πατεράδων τους και χώμα ελληνικό και ήρθαν στο άλλο μέρος της πατρίδας, σε άλλα χώματα της Ελλάδος, με την «Συνθήκη περί ανταλλαγής» πληθυσμών του 1923 μεταξύ των μουσουλμάνων και των χριστιανών, ενώ ταυτόχρονα οι Τούρκοι εγκατέλειπαν κι’ αυτοί για πάντα την Ελλάδα. Έτσι το χωριό το κατοίκησαν πάλι Έλληνες.

Οι νέοι κάτοικοι του χωριού οι οποίοι στην ουσία είναι γνήσιοι Έλληνες, οι περισσότεροι ήρθαν από τα παράλια της Τραπεζούντας από την μεσαιωνική πόλη του δυτικού Πόντου που ονομάζονταν Ίβορα ή Ίβωρα (περιοχή Τσορούμ) και από τα παράλια της Σμύρνης. Οι πρόσφυγες του πόντου ήρθαν από τα χωριά Αργαλί, Κονκάν, Ζιλμερά, Πολίτα, Χολομάνα και Καρλούκ. Η Πολίτα εκκλησιαστικά ανήκε στην μητρόπολη Τραπεζούντας, όπως και η Ζιλμερά και το Αργαλί. Η Χολομάνα βρίσκονταν δυτικά της Τραπεζούντας σε απόσταση 4-5 χιλιομέτρων από την πόλη. Πριν το 1922 είχε 700 κατοίκους, δύο ενορίες και ένα σχολείο με 4 δασκάλους. Ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία. Αποβιβάστηκαν από την σκάλα της Τραπεζούντας στο θωρηκτό Αβέρωφ. Οι Πόντιοι, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων θαλασσοπόρων Ιώνων, όταν ήρθαν στην νέα τους πατρίδα κουβάλησαν μαζί τους, τον πνευματικό και εθνικό πλούτο, και προπαντός τον πολυτιμότερο θησαυρό της αρχαιότητας, το διαλεκτικό τους ιδίωμα (τη γλώσσα τους) το οποίο ανέπτυξαν και διατήρησαν οι πατεράδες τους τόσους αιώνες στις μακρινές περιοχές του Εύξεινου Πόντου. Θρύλοι, παραδόσεις και δοξασίες, είναι γεμάτες από τις αναμνήσεις, της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας. Στα δημοτικά τραγούδια τους φαίνεται η ελληνική ψυχή και λάμπουν οι άνθρωποι της Φυλής, που αγαπούσαν και λάτρευαν την φύση, την ομορφιά, την φιλοτιμία, την ευγένεια και την φιλοπατρία. Όλα αυτά αποτελούν την σιδερένια ενότητα, την εθνική ομοψυχία, των Ποντίων Ελλήνων. Ενότητα, που ούτε οι αποστάσεις ούτε οι ιστορικές περιπέτειες, ούτε οι πολιτικές αυθαιρεσίες ήταν ικανές να διασπάσουν.

Οι κάτοικοι, από την αρχαία και μεσαιωνική πόλη του δυτικού Πόντου που ονομάζονταν Ίβορα ή Ίβωρα, στην συνέχεια Ίβορνα ή Ίβυρνα και σήμερα ονομάζεται Τσορούμ, παρά τον ένοπλο αγώνα τους κατά των μέτρων που έπαιρναν οι τουρκικές κυβερνήσεις και των πιέσεων που ασκούσαν για τον εξισλαμισμό και αφανισμό τους, αυτοεξοριζόντουσαν στις ορεινές περιοχές χάνοντας το γλωσσικό τους ιδίωμα. Όταν επέστρεφαν στα χωριά τους όλοι ανεξαιρέτως είχαν πλέον μητρική, την τούρκικη γλώσσα.

Οι κάτοικοι που προέρχονταν από την περιοχή της Σμύρνης έφεραν μαζί τους και όλα τα ήθη και έθιμα του πνευματικού και κοινωνικού βίου της ελληνικής Ιωνίας. Ωστόσο η αριθμητική, οικονομική και πνευματική ανάπτυξη του ποντιακού στοιχείου κατά αντίστροφο αναλογία προς τα δύο άλλα στοιχεία είχε μεγάλη επίδραση στην γλώσσα, τα ήθη και έθιμα των δύο τελευταίων στο σημείο ώστε ακόμα και σήμερα να εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα γλωσσικά ιδιώματα της ποντιακής γλώσσας καθώς και τα ήθη και έθιμα της ποντιακής λαογραφίας.

Στους πρώτους αυτούς Έλληνες κατοίκους του χωριού, οι οποίοι ήταν κατά κύριο λόγο γεωργοί, διανεμήθηκαν κατ’ εντολή της ελληνικής κυβερνήσεως όλα τα κτήματα των Τούρκων που αποχώρησαν και πλέον κάθε οικογένεια είχε ένα σπίτι (αυτών που αναφέρθηκαν στην αρχή), ένα στάβλο, έναν αχυρώνα, ένα ζώο για την καλλιέργεια της γης και αρκετά στρέμματα αγρών. Εργατικοί και δραστήριοι επιδόθηκαν αμέσως στην εντατική καλλιέργεια της γης και σε λίγο χρονικό διάστημα μετέβαλαν την όψη του χωριού σε αληθινή όψη ελληνικού χωριού. Επειδή όμως τα παραγόμενα προϊόντα της πρώτης αυτής καλλιέργειας δεν επαρκούσαν και αρκετές φορές πολλές οικογένειες δεν εξασφάλιζαν το ψωμί τους, αναγκάζονταν να αγοράσουν αραβόσιτο, επί πιστώσει, για να εξασφαλίσουν το «καλαμποκίσιο» ψωμί. Αργότερα όμως με τη χρήση της μηχανικής καλλιέργειας και τη χρήση χημικών λιπασμάτων, η παραγωγή πολλαπλασιάστηκε και οι όροι διαβίωσης βελτιώθηκαν κατά πολύ.

Πηγή: Ιστοσελίδα συλλόγου